κατευόδιο — κατευόδιο, το και καταβόδιο, το 1. καλός δρόμος, καλό ταξίδι. 2. (συνήθ. σε ευχή), «καλό κατευόδιο», καλό ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευοδία — εὐοδία, ἡ (Α) [εύοδος] 1. καλή πορεία, καλό ταξίδι (πρβλ. νεοελλ. κατευόδιο) 2. φρ. α) «εὐοδίαν ἀπὸ στόματος χέειν» εύχομαι, εκφέρω αγαθές ευχές για την επιτυχία κάποιου β) μτφ. «κατ εὐοδίαν» κατ ευχήν 3. ευκαιρία («εὐοδία τοῡ ἐλθεῑν» καλή… … Dictionary of Greek
καταβόδιο — το βλ. κατευόδιο … Dictionary of Greek
καταυγόδιον — καταυγόδιον, τὸ (Μ) βλ. κατευόδιο … Dictionary of Greek
καταυόδιον — καταυόδιον, τὸ (Μ) βλ. κατευόδιο … Dictionary of Greek
κατευοδίαν — και κατευγόδια και καταυγόδιαν (Μ) επίρρ. με επιτυχία, κατ ευχήν, χωρίς εμπόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ εὐοδίαν οι τ. κατευγόδια και καταυγόδιαν πιθ. < κατευόδιο] … Dictionary of Greek
προπεμπτικός — ή, όν, ΜΑ [προπέμπω] αυτός που γίνεται, που τελείται ή χρησιμοποιείται κατά την προπομπή, το κατευόδιο (α. «προπεμπτικὴ λαλιά», Μέν. Ρήτ. θ. «προπεμπτικοὶ λόγοι», Ιμέρ.) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κατευοδώνω — ωσα, ώθηκα, κατευοδωμένος, η, ο, και καταβοδώνω 1. κατευθύνω κάποιον σε καλό δρόμο, σε αίσιο τέλος, κατορθώνω, πραγματοποιώ. 2. (συνήθ. σε ευχή), εύχομαι σε κάποιον κατευόδιο, καλό ταξίδι, τον ξεπροβοδίζω, τον ξεβγάζω: Θα σε κατευοδώσω ως την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)